- εναίσιμος
- -η, -ο (Α ἐναίσιμος, -ον)νεοελλ.«εναίσιμος επί διδακτορίᾳ διατριβή» — πρωτότυπη μελέτη που υποβάλλουν πτυχιούχοι πανεπιστημίου για να αναγορευθούν διδάκτορεςαρχ.1. αυτός που προαναγγέλλει το μέλλον («ἐναίσιμα σήματα», Ομ. Ιλ.)2. αίσιος, ευμενής, ευνοϊκός, ευοίωνος3. (για πρόσ.) δίκαιος, χρηστός («τὸν δ' ἐναίσιμον τίει βίον», Αισχ.)4. (για πρόσ.) τιμημένος5. (για πράγμ.) αρμόδιος, κατάλληλος, πρέπων6. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐναίσιμονπρεπόντως, στον αρμόζοντα καιρό («οὐδ' ἦλθον ἐναίσιμον», Ομ. Ιλ.).επίρρ...εναισίμωςπρεπόντως, προσηκόντως.
Dictionary of Greek. 2013.